- ερασμικός
- -ή, -ό1. (για την προφορά τής Αρχ. Ελληνικής) αυτός που ακολουθεί τη θεωρία τού Ολλανδού φιλολόγου Εράσμου2. οπαδός τής απόψεως τού Εράσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Έρασμος + -ικός (και όχι -ιακός, απ’ όπου δημιουργήθηκε ο εσφ. τ. ερασμιακός)πρβλ. βενιζελ-ικός, χριστιαν-ικός].
Dictionary of Greek. 2013.